Σελίδες

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

ΚΥΝΗΓΟΣΚΥΛΑ: Το χρονικο μιας διαμαχης





ΔΥΟ ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ 2002
(Στο Εθνος-Κυνηγι)


Κείμενο: ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΚΑΤΣΕΛΟΣ*

 Αγωνιστικός σκύλος ή κυνηγετικός; Το ερώτημα αυτό έρχεται και επανέρχεται στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα είναι ρητορικό ή έχει πράγματι να κάνει με την αγωνία χιλιάδων κυνηγών με σκύλους φέρμας για το τι σκυλί θα διαλέξουν;


Σε αυτό το καίριο ερώτημα δεν θα απαντήσω εγώ. Δεν είμαι ειδικός περί την κυνοτεχνία, ούτε κριτής, ούτε έμπορος σκύλων. Υπάρχουν άλλοι... πιο ειδικοί από εμένα, ο οποίος είμαι απλώς, ένας κυνηγός με σκύλους φέρμας, που αγαπά και ασκεί το κυνήγι της πέρδικας και της μπεκάτσας.
Επειδή, όμως, ως κυνηγός και δημοσιογράφος έχω ίδιον ενδιαφέρον για το πού πηγαίνει ο κυνηγετικός σκύλος, παρακολουθώ εδώ και δέκα περίπου χρόνια, όταν και άρχισε η οργανωμένη «κυνοφιλία» στη χώρα μας, τα τεκταινόμενα.
Ετσι, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια αποδελτιώνω τα σχετικά δημοσιεύματα που αφορούν τον κυνηγετικό σκύλο και τους προβληματισμούς των κυνηγών  γι’ αυτόν.
Και μέσα σε όλα αυτά, μπαίνει και άλλη μια παράμετρος, έξω από τον σκύλο και την κυνοτεχνία: το μπίπερ. Γιατί, κακά τα ψέματα, όπως έγραψε πριν από δύο χρόνια και ο Δ. Στριλάκος, εκατοντάδες από τα σημερινά «αξιοζήλευτα» μπεκατσόσκυλα δεν θα έκαναν ποτέ «καριέρα» αν δεν είχε εφευρεθεί το μπίμπερ».
Θα προσπαθήσω να απαντήσω στο βασικό ερώτημα: «αγωνιστικός σκύλος ή κυνηγετικός σκύλος;». «Σκύλος μακρινής ή κοντινής έρευνας;», σύμφωνα με αυτά που έγραψαν κατά καιρούς άλλοι, πιο ειδικοί από εμένα.

Τι σκύλο ζητάει ο κυνηγός; Υπάρχουν πολλών ειδών κυνηγοί. Αυτός που κυνηγάει μπεκάτσα με σκυλί κοντινής έρευνας, αυτός που την κυνηγά με σκυλί που φεύγει μακριά, αυτός που χρησιμοποιεί μόνο κουδούνι, ο άλλος που βάζει μπίπερ, αυτός που κυνηγά με ένα σκυλί, κάποιος άλλος που κυνηγά με δύο σκυλιά διαφορετικής έρευνας, αυτός που τα πόδια του το λένε και αυτός που τα πόδια του δεν το λένε. Αυτός που κυνηγά στα πυκνά και ο άλλος στο ντούσκο. Κανέναν δεν αποκλείουμε από το κυνήγι και φυσικά από αυτήν εδώ τη δημοσιογραφική περί τους σκύλους μας έρευνα.

Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τους κυνηγούς πέρδικας.
Υπάρχει αυτός που θέλει σκυλί του να φεύγει μακριά, ο άλλος που θέλει το σκυλί του να πηγαίνει σε λογικά πλαίσια. Εκείνος που τα πόδια του το λένε αλλά κι εκείνος που τα πόδια του δεν το λένε, αλλά το λέει η καρδιά του και τσίκι-τσίκι, αργά, σταθερά και με τέμπο, γυρίζει όλο το βουνό.
Υπάρχουν και οι κυνηγοί που κυνηγούν παγάνα. (Υπάρχουν δυστυχώς κι αυτοί). Και τέλος υπάρχουν οι κυνηγοί που κυνηγούν σε ένα-δυο μέρη, τα οποία γνωρίζουν καλά αυτοί και οι σκύλοι τους, ενώ ξέρουν πού πιάνουν τα πουλιά, υπάρχουν όμως και οι άλλοι που αλλάζουν πολλά κυνηγοτόπια, σε τελείως διαφορετικά μέρη, με διαφορετικό καιρό και κλιματολογικές αλλαγές, συχνές ή όχι από περιοχή σε περιοχή, που φυσικά επηρεάζουν το σκυλί.

Να, λοιπόν, πόσοι διαφορετικοί κυνηγοί υπάρχουν. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν και τόσοι διαφορετικοί σκύλοι; Οχι φυσικά, γιατί ο καθένας από εμάς παίρνει τον σκύλο που του ταιριάζει περισσότερο, αφού πρώτα καταγράψει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τις δικές του δυνατότητες, και τον διαμορφώνει-εκπαιδεύει κατάλληλα για τα δικά του τα γούστα.

Δεν είναι πρόθεσή μου, λοιπόν, να πάρω θέση σε καμιά διαμάχη. Δεν είμαι -ή θα προσπαθήσω να μην είμαι- ούτε με τους «εικονομάχους» ούτε με τους «εικονολάτρες».

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Αιτία και αφορμή ήταν η διάλεξη στην DIANA 2002 του εκπαιδευτή κυνηγετικών σκύλων Θωμά Πετρόχειλου, ο οποίος όντας ο ίδιος επαγγελματίας έβαλε, για δεύτερη φορά μέσα σε έξι χρόνια, «το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο», λέγοντας μεταξύ άλλων: «Με τους αγώνες κυνηγετικών ικανοτήτων, οι οποίοι διοργανώνονται από τους ομίλους των διαφόρων σκύλων φέρμας, προάγουμε το ιδεώδες στάνταρ εργασίας της κάθε φυλής. Πρόκειται για ένα υπερθέαμα που αποτελείται από τις φαντασμαγορικές διαδρομές των απόλυτα εξειδικευμένων αγωνομάχων, ορισμένες από τις οποίες είναι μνημεία κυνηγεσίας.
Παρόλα αυτά, οι αγώνες ΑΚΙ δεν προβάλλουν όλα τα προσόντα των κυνηγετικών μας σκύλων και ιδίως αυτή καθ’ αυτή την κυνηγετική ικανότητα να εντοπίσει και να μπλοκάρει επ’ ωφελεία του κυνηγού τον μεγαλύτερο αριθμό θηραμάτων εντός της κυνηγετικής ημέρας, χρησιμοποιώντας οποιονδήποτε τρόπο για να το κατορθώσει».

Ο ίδιος άνθρωπος, πριν από έξι περίπου χρόνια, έγραφε στην «Κυνηγεσία και κυνοφιλία» και στο «Κυνηγός και φύση»:

«Μεγάλο κυνηγόσκυλο χαρακτηρίζουμε αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε κυρίαρχοι του βουνού, του δάσους ή του κάμπου, όποιο θήραμα κι αν κυνηγάει. Με όποιο κυνηγόσκυλο κι αν το συγκρίνουμε, βάζοντάς το να κυνηγήσει ταυτόχρονα στον ίδιο τόπο, την ίδια μέρα και ώρα, αυτό πρέπει να εντοπίζει πάντοτε το περισσότερο θήραμα, συμπεριφερόμενο έτσι ώστε να δίνει όλες τις πιθανότητες στον ιδιοκτήτη του».

Και πιο κάτω αναφέρει το πώς ο ίδιος βλέπει τις διαφορές μεταξύ ενός κυνηγετικού και αγωνιστικού σκύλου:

«Οταν εκπαιδεύουμε ένα κυνηγετικό ζώο, ο στόχος μας είναι το θήραμα, όταν εκπαιδεύουμε ένα αγωνιστικό ζώο, ο στόχος μας είναι να παρουσιάσουμε την ιδανική εικόνα ενός Πόιντερ ή ενός Σέττερ, που μέσα από έναν εξαίρετο πόντο θα μας δώσει τη δυνατότητα να εντυπωσιάσουμε το κοινό που παρακολουθεί και τους κριτές.

Φτάνουμε, όμως, έτσι σε δύο τελείως διαφορετικά σκυλιά και χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τον παράγοντα των διαφορετικών κληρονομικών καταβολών ή διαφορετικών οικογενειών».

Το αν δικαιώνεται με όλα αυτά ο Θ. Πετρόχειλος και ο νέος τύπος πολύωρων αγώνων που προτείνει είναι μια μεγάλη ιστορία με πολλά παραδείγματα.

Εγώ θα αναφερθώ σε ένα πρόσφατο γεγονός, μάρτυρες του οποίου υπήρξαν πολλοί κυνηγοί αλλά και επαγγελματίες του χώρου. Κατά τους αγώνες στο Σχιστό, τον περασμένο Μάρτη, στο τερέν 1 την πρώτη θέση «πολύς καλός» κατέλαβε το πόιντερ «Ρόζα» του Γ. Πέππα, φαρμακοποιού και κυνηγού.
Δεν γνωρίζω, δυστυχώς, αν και στο τερέν 3 το πόιντερ «Λίντα» του κ. Παρασκευόπουλου, που πήρε την 1η θέση με «πολύ καλός», ανήκει σε κυνηγό και όχι επαγγελματία. Το αναφέρω για να μην τον αδικήσω.
Ομως και στα «Ηπειρωτικά» σκυλιά, την πρώτη θέση με «εξαίρετος» κατέβαλε το ντράτχααρ του συναδέλφου και κυνηγού Δ. Στριλάκου.

Στο άρθρο αυτό του κ. Θ. Πετρόχειλου υπήρξε απάντηση του Ομίλου Πόιντερ και Σέττερ, την οποία υπογράφουν ο τότε πρόεδρός του Κ. Γεωργίου και ο γεν. γραμματέας Α. Λουκάτος. Γράφουν μεταξύ άλλων:

«Ο φάρος που καθοδηγεί τις σκέψεις και τις ενέργειες του Δ.Σ. του ομίλου μας είναι το κυνήγι. Η θέση του Δ.Σ. σε ό,τι αφορά την εκτροφή των φυλών μας είναι ξεκάθαρη. Ζευγαρώστε τα σκυλιά τα οποία διατηρούν την ποιότητά τους, ακόμα και μετά από πολύωρο κυνήγι. Το Δ.Σ. του ομίλου μας εκτιμά ότι προς το παρόν και με τους ισχύοντες κανονισμούς ΑΚΙ οι προτάσεις σου για τους αγώνες, που αναφέρεις στα άρθρα σου, δεν μπορούν να υλοποιηθούν».

Αυτή ήταν η βόμβα κάποιων «μεγατόνων» που είχε ρίξει τότε ο Θ. Πετρόχειλος και επανέφερε πρόσφατα στην DIANA 2002.

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ... ΠΑΡΓΑΣ

Τι ακολούθησε, όμως, την «πρόταση Πετρόχειλου»; Στο περιοδικό «Κυνήγι και Σκοποβολή» δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Γιώργου Χρήστου, γιατρού από την Πάργα και λάτρη των πόιντερ.
Το άρθρο, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι σημαντικό αλλά ειρωνικό για τους κυνηγετικούς σκύλους, τους κυνηγούς και το κυνήγι. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Καταρχήν θα σας ζητήσω να αλλάξουμε το ερώτημα ως εξής: μπορούμε με ένα σκυλί αγώνων το Σαββατοκύριακο να κάνουμε αγώνες, εν προκειμένω πιο σωστά, μεγάλη έρευνα ή κλασικούς αγώνες, και την άλλη βδομάδα να είμαστε στα Τζουμέρκα για πέρδικες ή στα Πουρνάρια της Λίστας για μπεκάτσες;
Ή γίνεται το πόιντέρ μας, κάθε μέρα 1-6, μέχρι την Πέμπτη, να ξεκωλώνεται στα άβατα ρούσκουλα και πουρνάρια της Λούτσας Κότσαρης στην Πάργα, να το αναπαύσουμε την Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο να πάμε στον Λαγκαδά για να πάρουμε ‘‘εξαίρετος’’ στις πεδινές;" Και συνεχιζει ο κ. Χρηστου:
"Ο κυνηγός επιλέγει ένα στιβαρό, ανθεκτικό, έξυπνο, με καλή μύτη σκυλί από καλούς κυνηγετικούς γονείς. Αν το κεφάλι του το κρατάει σαν σκεπάρνι, αν η ουρά του παίζει βιολί στο παραμικρό ποντάρισμα, αν η ράχη του χορεύει χούλα χουπ, αν μπρουμυτίζει στον καλπασμό, αν τα πίσω σκέλια του ανοίγουν ένα ξεχαρβαλωμένο κάρο, αν η οσφύς του είναι μακριά σαν λεοπάρδαλη ή κοντή σαν γαϊδουρομούλαρο, δεν τον ενοχλεί. Μακάρι να μην υπάρχουν αυτά τα ανοσιουργήματα της φύσης. Μακάρι! Αυτά, όμως, δεν είναι ποτέ για εκείνον σημεία αποκλεισμού! Τον κυνηγό τον ενδιαφέρει το κυνηγετικό πάθος, η καλή μύτη, η αντοχή, να μη ζητάει δηλαδή νερό σαν ατμομηχανή κάθε 10 λεπτά, να μην κόβει τα πόδια του σαλτάροντας σαν κατσίκι στα βράχια, να κάνει απόρτ ‘‘κουτσαλάτικη’’ (έκφραση γιαννιώτικη) πέρδικα από το Ματσούκι στην κορυφή της Τζώρας, φυσικά να φερμάρει αλλά και να ορμάει με το ‘‘παρ’ το’’, γιατί πώς θα σκοτώσει μπεκάτσες στο πυκνό; Να είναι προσαρμοσμένο στον τύπο του κυνηγού και απόλυτα στον χαρακτήρα του κυρίου και αφέντη. Ο φίλος μου ο Σταυράκης, με τον οποίο κυνηγάμε μαζί, αγαπάει το πόιντερ λέει, αλλά το θέλει αργό, μεθοδικό, σταθερό, να ψάχνει κοντά και με τη μούρη σαν μυρμηγκοφάγος στο χώμα, γιατί του αρέσει το στιλ και η ομορφιά του ζώου που λέγεται πόιντερ. Για ποιο πόιντερ μιλάει ο Σταυράκης, ο φίλος μου; Είναι πόιντερ αυτό ή γαϊδουρομούλαρο;

Η κατάληξη, λοιπόν, σαν απάντηση στην κουβέντα μας έρχεται αβίαστα και αυθόρμητα: ο μέσος κυνηγός ζητάει ένα άξιο κυνηγόσκυλο προσαρμοσμένο στον χαρακτήρα της προσωπικότητάς του και της περιοχής όπου κινείται».

Να, όμως, τώρα πώς ο ίδιος αρθρογράφος περιγράφει εκείνον που ασχολείται με τους αγώνες:

«Πάμε τώρα στον εραστή των αγώνων, τον άνθρωπο κυνόφιλο, του οποίου η πεμπτουσία της αιώνιας αναζήτησής του, πέρα από κάθε ράτσα, είναι το τέλειο εργασιακό πρότυπο της φυλής που προτιμά. Ο άνθρωπος αυτός επιλέγει γέννες από καταξιωμένους αγωνομάχους σκύλους και, αν είναι δυνατόν, πρωταθλητές εργασίας, προσδοκώντας με ολονύκτιες εφιαλτικές ονειρικές προεκτάσεις και τάματα να μοιάσει το κουταβάκι του στους γονείς του.

Γιατί όλα αυτά, κύριοι;

Πρώτον: Διότι αυτό είναι το πρότυπο του πόιντερ που περιέγραψε ο Ακράιτ και ο Τζούλιο Κολόμπο.
Δεύτερον: Γιατί αυτό το σκυλί το βλέπουν και το κρίνουν εκατοντάδες θεατές και μετρημένοι στα δάχτυλα κριτές, άσχετα αν είναι σπουδαίοι ή ικανοί, αγράμματοι ή σπουδασμένοι.
Τρίτον: Γιατί αυτό το σκυλί θα ζει όσο αγωνίζεται σε ένα φουργκόνε και θα βγαίνει από εκεί μόνο για χέσιμο, κατούρημα, διατροφή, προπόνηση και αγώνες, αγώνες, αγώνες!
Για μένα δεν υπάρχει πιο βδελυρό, ανατριχιαστικό, εφιαλτικό σάλπισμα από τη φάλτσα ακορντεονίστικη οιμωγή της ντουντούκας. Είναι πιο πένθιμη από την καμπάνα του θανάτου. Το σκυλί που θα κάνει τα λιγότερα λάθη στην καριέρα του είναι πιο γρήγορα πρωταθλητής.
Τέταρτον: Γιατί στον αγώνα δεν συγχωρούνται λάθη, ούτε καν το παραμικρό. Ο κριτής έπειτα, με παρρησία και ανάλογα με το πόσο βαθιά ξέρει το αντικείμενο, αλλά και καθοδηγούμενος από τη λεκτική του επάρκεια και γνώση, τη μόρφωσή του και την καλλιέργειά του (υπάρχουν ευτυχώς και τέτοιοι!), θα εξηγήσει αναλυτικά το γιατί και πώς βαθμολόγησε το κάθε σκυλί.
Και θα είναι όλοι εκεί. Μπροστά σ’ όλους κι όχι στα καφενεία, τα σκυλάδικα, τις κοσμικές ή επαγγελματικές συγκεντρώσεις.
Πέμπτον: Γιατί ο κυνόφιλος καλείται να καταναλώνει πολύ χρήμα στον χαρισματικό εκπαιδευτή που έχει ως αποκλειστική δουλειά την εκπαίδευση». Αυτα εγραψε ο κ. Χρηστου...

ΘΕΑΤΕΣ;  ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;

Στο σημείο αυτό δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να μη σημειώσω ότι ο αρθρογράφος αναφέρει πως το σκυλί αυτό θα το δουν εκατοντάδες θεατές. Σε σχέση με τι; Με τους εκατοντάδες χιλιάδες κυνηγούς ή «Σταυράκηδες», όπως ο ίδιος τους αποκαλεί, οι οποίοι δεν ξέρουν ούτε από δικαστές, ούτε από ημιτόνια, ούτε από φάλτσα. Για όλους δε εμάς, οι οποίοι μετά το κυνήγι πηγαίνουμε στο καφενείο για ένα τσιπουράκι δεν έχει κανένα λόγο. Λες και το σκυλί γεννήθηκε για τους αγώνες και όχι για τον κυνηγό...

Ας δούμε όμως τι γράφει πιο κάτω ο γιατρος - εκτροφεας:

«Πώς, λοιπόν, κύριοι είναι δυνατόν ένα τέτοιο σκυλί να το βιάσουμε, να το κακοποιήσουμε, βάζοντάς το να δουλέψει κάτω από τις αδυσώπητες συνθήκες του πρακτικού κυνηγιού;
Ποιος τράιαλερ θα κινηθεί στους Χαλιάδες της Καρδίτσας, του Σιράκου, του Βραδέτου ή του Τσαμαντά; Αυτός μόνο στην Πολωνία, στις αχανείς εκτάσεις της Τσεστοκόβα, όπου κυνήγησα με τον φίλο του Εστέλιο Μετζολάρο με τον αξέχαστο Μποτ, κάτω από το βλοσυρό και αυστηρό βλέμμα του μεγάλου Φράνκο Τολιότι και μας άφησε να κυνηγήσουμε μόνο για μια ώρα...

...Βλέπουμε, λοιπόν, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο τελείως διαφορετικά πράγματα που δεν επιδέχονται σύγκριση ή συσχέτιση.
Υπάρχουν όμως και αρκετά objects σ’ όλα αυτά.

Το ότι ένα σκυλί πρακτικού κυνηγιού που ανατράφηκε και ντρεσαρίστηκε στο βουνό και στο πουρνάρι είναι αδύνατο να πάει στους αγώνες, νομίζω ότι είναι ηλίου φαεινότερον.

Τι γίνεται όμως στην αντίθετη περίπτωση; Ενας τράιαλερ μπορεί και πότε να πάει στο κυνήγι;

Η προσωπική μου θέση ( λεει ο κ Χρηστου ) και με οδηγό όσα ειπώθηκαν είναι μία και μοναδική: ασφαλέστατα όχι, όσο το ζώο κάνει αγώνες. Οταν για οποιονδήποτε λόγο σταματήσει ή ατυχήσει το ζώο, μπορεί να πάει στο κυνήγι, αλλάζοντας και εργασιακή και ψυχολογική συμπεριφορά...».

 Γιατί, λοιπόν, γράφηκε αυτό το άρθρο; Για να ειρωνευτεί ο συγγραφέας τους κυνηγούς και τους σκύλους τους ή για το πλέον φανερό ότι ο σκύλος αγώνων δεν μπορεί να πάει στο κυνήγι; Κι αν πάει, όταν πάει, ποιος τον μαζεύει; Ο εκπαιδευτής; Θα είναι μαζί του στο βουνό;


Εν κατακλείδι, το μόνο που με ενόχλησε στο κατά τα άλλα εξαίσιο άρθρο είναι ο ειρωνικός τρόπος αντιμετώπισης του κυνηγού και του σκύλου του.

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Συγκροτημένη απάντηση στο άρθρο του Γ. Χρήστου δίνει ο επίσης γιατρός Ν. Κράλλης, με άρθρο του στο ίδιο περιοδικό. Γράφει, λοιπόν, μεταξύ άλλων ο κ. Ν. Κράλλης:

«Τον Γιώργο Χρήστου τον γνώρισα πριν από οκτώ χρόνια. Είναι συνάδελφος, φίλος και το πάθος του για το υπέρτατο πόιντερ γνωστό.
Η άποψή του, ταυτόσημη με πολλών Ευρωπαίων, δεν με βρίσκει παντού σύμφωνο. Μια αρρώστια έχουμε με διαφορετικά συμπτώματα. Οπως πιστεύει ο καθένας, τη νοσηλεύει. Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτε.
Και τα γράφω αυτά γιατί όταν ο Θωμάς ο Πετρόχειλος έγραψε πέντε αλήθειες, έγινε περισσότερος σαματάς απ’ ό,τι με τα Ιμια...
Σήμερα μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι ο ορισμός ‘‘πρακτικού κυνηγιού’’ δεν είναι παρά ένας χλευασμός προς τα σκυλιά που εκτελούν αυτό για το οποίο γεννήθηκαν και υπάρχουν. Αλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο αποτελεσματικά. Ο χλευασμός αυτός προέρχεται από ‘‘μοντέρνους’’ κυνόφιλους στη γείτονα Ιταλία, που ούτε έζησαν, ούτε αντιλήφθηκαν, ούτε προσπάθησαν να δουν τι πραγματικά είναι ένα αγγλικό σκυλί φέρμας».

Και αφού ο αρθρογράφος αναφέρεται στο πάθος των Λατίνων γειτόνων και την υπερβολή, προκειμένου να πουλήσουν το προϊόν, σημειώνει:

«Δεν υπάρχει κυνήγι στη χώρα τους... Αν από την αναζήτηση του γρήγορου και αποτελεσματικού κυνηγόσκυλου μέσα από τους αγώνες, αγαπητέ Γιώργο, πρέπει να φτάσω.. στην Τεστοκόβα για να δω έναν σκύλο να τρέχει μια σκάρτη ώρα σε πέρδικες ακυνήγητες από γενέσεως Στάλιν και να θαυμάσω στιλ, τότε λέω χαθήκαμε...

ΕΓΓΥΗΣΗ ΔΕΝ... ΥΠΑΡΧΕΙ

Η τέλεια μηχανική της κίνησης έχει αξία όταν -και μόνο όταν- υπάρχει σ’ έναν σκύλο που τρέχει δύο μέρες και όχι οκτώ λεπτά. Ο μεγάλος τράιαλερ, αν είναι αυθεντικός, γνήσιος και όχι φτιασιδωμένος ή ντοπαρισμένος, μπορεί να κυνηγήσει με την τέλεια μηχανική της κίνησης και δύο και πέντε και δέκα ώρες, χωρίς το στιλ του να πάθει τόσο δα. Είναι, όμως, αυθεντικός; Αυτό ούτε εσύ το ξέρεις, ούτε εγώ, ούτε ο κυναγωγός του. Πόσο μάλλον όσοι αγοράσουν κουτάβια του».

Και, μεταξύ άλλων, σημειώνει στο άρθρο του:

«Είναι απίστευτο πόσο πιο μπλεγμένος είναι ο μέσος κυνόφιλος μετά από κάμποσα χρόνια αγωνιστικής κυνοφιλίας και διαφώτισης. Η υπερβολή της αγωνιστικής (ξένης κυρίως) κυνοφιλίας, ο ανθρωποκεντρισμός της, η μαζικότητα της παραγωγής και η ουσιαστική απουσία αναζήτησης εξειδικευμένων κυνηγετικών αρετών οδηγούν τις φυλές σε σκυλιά με τίτλους. Ομως στερούνται όλο και περισσότερο κληρονομικά, σωματικά και ψυχικά χαρίσματα που έκαναν τα αγγλικά σκυλιά πολύτιμα, προσαρμόσιμα, ισορροπημένα και ‘‘φυσικά’’ κυνηγόσκυλα...
Εμένα με ενδιαφέρει τι κρύβει μέσα του ο σκύλος. Βρίσκει δύσκολο και άγριο θήραμα; Εχει πόδια και πνευμόνια να τον πηγαίνουν τόσο; ‘‘Μαζεύει’’ δύσκολους τόπους; Εχει μυαλό για τον κυνηγό-αρχηγό της κυνηγετικής του αγέλης; Εχει μύτη και τέχνη να φερμάρει ορτύκια με ζέστη και μπεκάτσες στην παγωνιά; Νιώθει να κόψει τις πέρδικες στα βράχια ή θα φερμάρει τις κουτσουλιές μια ώρα ο αγαπημένος μου στιλίστας; Απλά πράγματα, γιατί καθετί που έχει αξία πρέπει να είναι απλό...
Τι πειράζει αν η τέλεια ακίνητη ράχη συνοδεύεται από ακίνητο μυαλό; Ταχύτητες, πιο μεγάλες ταχύτητες, ακόμα πιο μεγάλες ταχύτητες.
Ψηλά το κεφάλι, πιο ψηλά το κεφάλι, ακόμα πιο ψηλά το κεφάλι, δεν βλέπει ούτε τα χαντάκια και πέφτει μέσα! Ναι, το είδα κι αυτό... Φέρμα με στιλ στο φαγητό, στο νερό, στον ίσκιο. Φέρμα με στιλ στη μύγα, στην πεταλούδα. Φέρμα με ακόμα μεγαλύτερο στιλ στον κόρακα! Φέρμα με υπέρτατο στιλ, αν του κάνεις πρρρ!
Φέρμα στο θήραμα; σπάνια, τυχαίο γεγονός! Πήρε μια φέρμα σε ερωτευμένο ζευγαράκι πέρδικες: Υπέρτατος πόντος Cacit. Σκύλος κυνηγετικός, οικολόγος, μέλος της Green Peace!».

Το θέμα μας όμως δεν τελειώνει εδώ. Οι αρθρογράφοι, που όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκαν με τον κυνηγετικό σκύλο, τον αγωνομάχο σκύλο και τον κυνηγό όπως τον περιέγραψα στην αρχή, είναι πολλοί. Γι’ αυτό και θα υπάρχει συνέχεια, έτσι ώστε μέσα από αυτά τα άρθρα -που με προσοχή, θέλω να πιστεύω, επιμελήθηκα προσπαθώντας να μην αδικήσω κανένα- να βγάλετε εσείς τα συμπεράσματά σας. Να ξέρετε τι ζητάτε, πού και πώς θα το βρείτε και να μη γίνετε αντικείμενο εκμετάλλευσης όσων υπερβάλλουν στο αντικειμενικά ωραίο, είτε με τη διαφήμιση, είτε με τις βιντεοκασέτες, είτε με τους αγώνες. Ο,τι βλέπουμε να λάμπει δεν είναι απαραίτητα χρυσός. Ο Θ. Πετρόχειλος στην DIANA 2002 τόλμησε και έθεσε το θέμα του ντόπινγκ κοντρόλ. Και, όταν τον ρωτήσα αν έχει κάποια στοιχεία, μου απάντησε:

«Δεν πρέπει να γνωρίζουμε αν ο τάδε ή ο δείνα πρωταθλητής είναι αυθεντικός και όχι φτιασιδωμένος; Δεν πρέπει να γνωρίζουμε, αν θα βάλουμε μαζί του τη σκύλα μας και πληρώσουμε ένα σεβαστό ποσό, αν ο σκύλος αυτός ήταν ντοπαρισμένος ή όχι; Δεν θα πρέπει να είμαστε σίγουροι; Να ξέρουμε τι μας γίνετε;».

Τα ίδια ακριβώς περίπου υπαινίχθηκε και στο άρθρο του και ο Ν. Κράλλης.

Επομένως χρειάζονται πολλά να γίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση, πολλές αλλαγές σε κανονισμούς και νόμους.


Συνεχίζεται
στο μεθεπόμενο τεύχος

* Κ. Μπακατσελος ειναι δημοσιογραφος, μελος της ΕΣΗΕΑ